- χρωμοπρωτεΐνη
- η, Ν(βιοχ.) έγχρωμη πρωτεΐνη, τής οποίας η προσθετική ομάδα περιέχει, γενικά, ένα μεταλλικό στοιχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromoprotein (< χρώμα + πρωτεΐνη*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… … Dictionary of Greek
ροδοψίνη — η, Ν (βιοχ. φυσιολ.) χρωμοπρωτεΐνη, δηλαδή πρωτεΐνη συνδεδεμένη με χρωστική, η οποία περιέχεται στα φωτοευαίσθητα ραβδία τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού οφθαλμού και τής οποίας η λειτουργία συνίσταται στην προσαρμογή τού ματιού στο αμυδρό φως.… … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ιτίνη — η, Ν (βιοχ.) μη πορφυρική χρωμοπρωτεΐνη που απαντά στον σωλήνα και στο ήπαρ τών ζώων καθώς και στον μυελό τών οστών και η οποία αποτελεί τη μορφή με την οποία ο οργανισμός αποταμιεύει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου,… … Dictionary of Greek
χρωμοπρωτεΐδη — η, Ν (παλ. όρος) (βιοχ.) η χρωμοπρωτεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromoproteide < χρώμα + πρωτεΐδη*] … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek